κούτσουπο

κούτσουπο
το
ο καρπός της κουτσουπιάς, ξυλοκέρατο, χαρούπι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κούτσουπο — το ο καρπός τής κουτσουπιάς, χαρούπι, ξυλοκέρατο …   Dictionary of Greek

  • κουτσουπιά — Φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δέντρο της οικογένειας των φαβιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι Cercis siliquastrum. Πρόκειται για πολυετές φυτό με αργή ανάπτυξη, που φθάνει σε ύψος τα 5 9 μ. Έχει ανώμαλη και αραιή κώμη, με κυρτές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”